- ἀποσκόρπιζε
- ἀ̱ποσκόρπιζε , ἀποσκορπίζωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποσκορπίζωpres imperat act 2nd sgἀποσκορπίζωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.